Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η μάσκα

См. также в других словарях:

  • μάσκα — Βλ. λ. προσωπείο. * * * η 1. χάρτινο, πάνινο ή πλαστικό ομοίωμα τής μορφής ανθρώπου ή ζώου, το οποίο χρησιμοποιείται στις μεταμφιέσεις, η προσωπίδα 2. κάλυμμα ενός σημείου τού προσώπου ενός μεταμφιεσμένου, ιδίως κάλυμμα τών ματιών 3. η έκφραση… …   Dictionary of Greek

  • μάσκα — η (λ. λατ.), προσωπείο, προσωπίδα: Στις Απόκριες φόρεσα τη μάσκα του Ζορό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μασκάρω — [μάσκα] 1. κρύβω κάτι με τέχνη, καμουφλάρω 2. κρύβω κάτι με τον όγκο μου …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… …   Dictionary of Greek

  • προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… …   Dictionary of Greek

  • προσωπίδα — η / προσωπίς, ίδος, ΝΑ το προσωπείο νεοελλ. 1. ομοίωμα τής μορφής ανθρώπου ή ζώου από χαρτόνι, ύφασμα ή άλλη ύλη 2. τεχνολ. προστατευτικό κάλυμμα τού προσώπου ή και όλης τής κεφαλής, το οποίο χρησιμοποιούν οι τεχνίτες διαφόρων επαγγελμάτων, όπως… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Maska (album) — Maska Μάσκα Studio album by Glykeria Released July 13, 1998 …   Wikipedia

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

  • μορμολύκειο — το (ΑΜ μορμολύκειον και μορμολυκεῑον) [μορμολύκη] προσωπίδα, μάσκα που παρίστανε το μυθολογικό τέρας Μορμώ και με την οποία οι αρχαίοι Έλληνες φόβιζαν τα παιδιά, σκιάχτρο, φόβητρο, μπαμπούλας νεοελλ. (κατ επέκτ.) πολύ άσχημος άνθρωπος αρχ. φρ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»