-
1 μάσκα
η1) маска (маскарадная, тж. перен.);πετώ τη μάσκα — сбросить маску;
εμφανίζομαι με τη μάσκα τού ειρηνοποιού — он выдаёт себя за миротворца;
2) мор. скула -
2 μάσκα
1) carapace2) masque -
3 μάσκα
maska (f) rzecz. -
4 μάσκα
1) maska2) škraboška -
5 μάσκα
maskΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μάσκα
-
6 маска
[μάσκα] ουσ. θ. μάσκα -
7 маска
[μάσκα] ουσ θ μάσκα -
8 maske
μάσκα, μουτσούνα -
9 masque
μάσκα -
10 maska
μάσκα -
11 škraboška
μάσκα -
12 маска
-и θ.1. προσωπίδα, προσωπείο, μάσκα.2. μτφ. πρόσχημα, προσποίηση•маска равнодушия μάσκα απάθειας, αδιαφορίας•
под -ой лояльности με τη μάσκα της νομιμοφροσύνης.
|| άγαλμα κεφαλιού ανθρώπου ή ζώου. || εκμαγείο, γύψινη μάσκα.3. προφυλακτικό μέσο•противогазная маска αντιασφυξιογονική μάσκα•
фехтовальная маска μάσκα ξιφασκίας.
4. (στρατ.) καμουφλάζ, -άρισμα.надеть (на себя) -у φορώ μάσκα (κρύβω την πραγματικότητα)• προσποιούμαι•носить -у φέρω (φορώ) μάσκα κρύβω το ουσιώδες, την αλήθεια προσποιούμαι•
сорвать -у αφαιρώτο προσωπείο (φανερώνω).
-
13 маски
маски а ж прям., черен. ἡ μάσκα, τό προσωπεῖο[ν], ἡ προσωπίδα [-ίς], ἡ μου-τσούνα:\маски противогаза ἡ ἀντιασφυξιογό-νος προσωπίδα· маскарадная \маски ἡ ἀποκ-ρηάτικη μάσκα· \маски равноду́шия μάσκα ἀδιαφορίας· сбросить \маскиу перен βγάζω τή μάσκα· сорва́ть \маскиу с кого-л. перен ἀφαιρώ τό προσωπεῖο[ν] ἀπό κάποιον, ξε-μασκαρεύω κάποιον. -
14 личина
-ы θ.1. παλ. προσωπίδα, μάσκα.2. μτφ. πρόσχημα, προσποίηση.3. η πλάκα εσωτερικής κλειδαριάς.εκφρ.надеть -у – φορώ μάσκα (προσποιούμαι)•сорвать -у – αφαιρώ το προσωπείο (αποκαλύπτω το ποιος πραγματικά είναι)•бросить -у – ρίχνω (πετώ) τη μάσκα ή το προσωπείο (δείχνω μόνος μου το ποιος είμαι)• ενεργώ απροσχημάτιστα. -
15 маска
-
16 козырёк
1. стр. το γείσο, το κεραμίδι 2. мор. η μάσκα (πλοίου) 3. (шапки) το γείσο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > козырёк
-
17 маска
η προσωπίδα, το κάλυμμα, το προσωπείο, разг. η μάσκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > маска
-
18 носовой
1. мор. πρωραίοςπλωριόςτης πλώρης- козырёк το παραπέτο, η μάσκα (ξεν.)2. анат. ρινικός, της μύτης 3. лингв. ρινικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > носовой
-
19 противогаз
η αντιασφυξιογόνος μάσκα/προσωπίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > противогаз
-
20 респиратор
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > респиратор
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μάσκα — Βλ. λ. προσωπείο. * * * η 1. χάρτινο, πάνινο ή πλαστικό ομοίωμα τής μορφής ανθρώπου ή ζώου, το οποίο χρησιμοποιείται στις μεταμφιέσεις, η προσωπίδα 2. κάλυμμα ενός σημείου τού προσώπου ενός μεταμφιεσμένου, ιδίως κάλυμμα τών ματιών 3. η έκφραση… … Dictionary of Greek
μάσκα — η (λ. λατ.), προσωπείο, προσωπίδα: Στις Απόκριες φόρεσα τη μάσκα του Ζορό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μασκάρω — [μάσκα] 1. κρύβω κάτι με τέχνη, καμουφλάρω 2. κρύβω κάτι με τον όγκο μου … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… … Dictionary of Greek
προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… … Dictionary of Greek
προσωπίδα — η / προσωπίς, ίδος, ΝΑ το προσωπείο νεοελλ. 1. ομοίωμα τής μορφής ανθρώπου ή ζώου από χαρτόνι, ύφασμα ή άλλη ύλη 2. τεχνολ. προστατευτικό κάλυμμα τού προσώπου ή και όλης τής κεφαλής, το οποίο χρησιμοποιούν οι τεχνίτες διαφόρων επαγγελμάτων, όπως… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Maska (album) — Maska Μάσκα Studio album by Glykeria Released July 13, 1998 … Wikipedia
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek
μορμολύκειο — το (ΑΜ μορμολύκειον και μορμολυκεῑον) [μορμολύκη] προσωπίδα, μάσκα που παρίστανε το μυθολογικό τέρας Μορμώ και με την οποία οι αρχαίοι Έλληνες φόβιζαν τα παιδιά, σκιάχτρο, φόβητρο, μπαμπούλας νεοελλ. (κατ επέκτ.) πολύ άσχημος άνθρωπος αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek